τολμάτω

τολμάτω
τολμά̱τω , τολμάω
Bodl. Quarterly Record
pres imperat act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νουθετώ — (ΑΜ νουθετῶ, έω, Μ και νοθετῶ) παραινώ, συμβουλεύω κάποιον προκειμένου ιδίως να συνετίσω άτομο που έχει διαπράξει σφάλμα, ορμηνεύω, δασκαλεύω μσν. 1. ελέγχω ή επιτιμώ κάποιον 2. παροτρύνω, παρακινώ 3. παραγγέλλω αρχ. 1. προειδοποιώ, υπενθυμίζω 2 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”